Ο "Αντισυμβατικός" Νικόλας Άσιμος
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.
Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.
Τότε αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Σχεδόν από την Α' Γυμνασίου έγραφε στιχάκια και ποιήματα, αλλά ποτέ δεν είχε εκδηλώσει καμία έφεση προς τη μουσική. Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε κατάφερε να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος, με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του θρησκεύματος: Άνευ θρησκεύματος.
Το 1973, και χωρίς πτυχίο, κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Ανάμεσα στους τότε συνεργάτες του, πολλά και γνωστά ονόματα: Γκαϊφύλιας, Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος κ.α.
Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες.
Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες - συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο «Χώρος Προετοιμασίας» όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι' αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ' άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του... Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του.
Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ - Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Νικόλα Άσιμου "Αναζητώντας Κροκάνθρωπους", που αναδεικνύειτην Κοσμοθεωρία του και την απόλυτη αντισυμβατικότητα του.
Διάλεξα μερικά τραγούδια του, απόλυτα σουρεαλιστικά αλλά και αντιπροσωπευτικά του μουσικού ύφους και της ψυχεδελικής του διάθεσης. Το τραγούδι "Ο Μηχανισμός" είναι η πρώτη αποτύπωση της μουσικής του σε βινύλιο(!) το 1975. Αξίξει το κόπο να τα ακούσετε προσεκτικά.
"Ο Μηχανισμός" Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής Και να γυρίσω δίσκο Θα ‘ρθει όμως καιρός που κι εσύ θε να πειστείς Πως έτσι δεν τη βρίσκω. Τι θα κάνω ήτανε γραφτό Θέλω δεν το θέλω ότι τραγουδώ Να το πουλώ να ζήσω Όταν πάω στον παραγωγό Πρέπει να βολέψω έτσι το γραφτό Να του γυαλίσει, για να το πουλήσει Να ‘χει σαλέπι, για να σας αρέσει Να έχει θέμα με έρωτα και αίμα Να είναι λόγια, λόγια κομπολόγια Να σας καλοκαρδίσω Για να σας γαλουχήσω. Κι από χρέος συναδελφικό Να χαμογελάω στο κοινό Να του σαλεύω για να το μερεύω Να του σφυρίζω να το νανουρίζω Να το φουντώνω να το ξεφουσκώνω Και στην κομμούνα να είμαι οπορτούνα Για να σας εκτονώνω Με πλαίσιο το νόμο. Δουλειά σου είναι μούπανε να κρύβεις τα τρωτά Των καθιερωμένων Για να διατηρήσουμε τα οικονομικά Των ευαρεστημένων. Σιγουριά και δόξα το θεώ Τα καλά στον καπιταλισμό Είναι πως έχει βίδα. Άμα πιάσεις το μηχανισμό Από τ’ αυτιά τον πιάνεις το λαγό Τον Πελοπίδα τρως με μια τσιμπίδα Στην Παρθενόπη χαρίζεις ένα τόπι Και με τα χρόνια γυρνάς μες στα σαλόνια Ξεχνάς ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα Και του εργάτη καβάλλησες την πλάτη. Μα θε να πει Αμάν πια Και πας ες τα κομμάτια Και άει στα κομμάτια. "Καυσαεριώδεις θυμιάσεις" Καυσαεριώδεις θυμιάσεις Νες καφέ, καλσόν και προσπελάσεις Βάλανε και φίλτρο στα τσιγάρα Τρομάρα σε φιλτράρουν Σύγχρονοι οι σταύλοι του Αυγία Και γω καθαρή ακαθαρσία Μεταμφιεσμένος σε αρκούδα Φαγούρα θα σας πιάσει. …Κι όμως δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω Αν με φοβάσαι ή τρέμεις Γι αυτό το ύφος σου είναι πάντα το ίδιο Όπως προβάτου και χοίρου και κότας και βόειδου. Κουβαλώ τον κόσμο σαν μουλάρι Πα να μου φορέσουν και σαμάρι Μεταμφιεσμένος σε φαγούρα Αρκούδα θα σε πιάσω. "Λάντζα γιόγκα" Νταουάν σου λέω Νταουάν σου κράζω Νταουάν νυστάζω Νταουάν… Στο θεό σας κάνετε και κάτι Κουβαλώ το πτώμα μου στην πλάτη Δεν μπορώ ν’ αρθρώσω πια μια λέξη Και δε λέει κι ο καιρός να βρέξει. Αν ήμουν βάραθρο θα σώπαινα Κι αν ήμουν μούμια θα γελούσα Μα εγεννήθηκα ελέφαντας Και μ’ αγαπάει μια βρωμούσα. Κι όλο πας ανάποδα δεν καταλαβαίνεις Να ‘ξερες τουλάχιστον αν ζεις ή αν πεθαίνεις. Από τόνα λούκι στ’ άλλο λούκι Φύτεψε κι εσύ ένα παλούκι Κι όπως οι παλιοί ροκενρολλάδες Άρμεξα κι εγώ τις αγελάδες. Απ’ το πολύ που με βασάνισα Έπαθα πλέον ανοσία Με βαζελίνη με πασπάλισα Κι είμαι απαστράφτουσα ουσία. Κι όλο πας ανάποδα και μ’ αφομοιώνεις Να ‘ξερες στον κόρφο σου παιδί που μεγαλώνεις. Τι μου κλαίγεσαι το τι θα γίνει Και δε θες να φας το μανταρίνι Μου ψιλοκουνιέσαι τσιτσιφιόγκα Μάθε και λιγάκι λάντζα γιόγκα. | "Στην πιο σκληρή σου φάμπρικα" Στην πιο σκληρή σου φάμπρικα με πέταξες ζωή, Εγώ που σ’ ερωτεύτηκα απ’ όλους πιο πολύ. Τόσα τσαλαπατήματα κι όλα αυτά μαζί Μπορούσαν να ξεκάνουνε κι αυτόν τον Ηρακλή Και ποιος δεν κιότεψε Αυτά που αρνηθήκαμε χτυπήσαν πάλι εμάς Όντα φτωχά κι αδύναμα στο μπλοκ της αγοράς Στα εικονογραφήματα της ολικής φθοράς Ίσως να ζει μια ίνα μας που δεν παρατηράς Κι όλοι τους κιότεψαν. Δεν έχει πλέον πέρασμα γι’ αυτούς που αγαπάν Πά' στου κορμιού το γέρασμα κι αυτοί τα παρατάν Θυμίζουν απορρίμματα π’ όλοι τους τα πετάν Τα καραβάκια-θύματα που πνίγηκαν και παν Μα αυτοί δεν κιότεψαν. "Ο Σάλιαγκας" Σε δείχνω με το δάχτυλο Είσαι το πιο όμορφο κουμάσι, μωρό μου Είσαι το ξέρω κουφάλα Μα έχεις τόση ομορφιά… Απάνω στα τριανταδυό Συνάντησα και γω το θάνατο Μα το κρατάω μυστικό Πως μ’ έδιωξε κι αυτός γι’ αδιάβαστο. Μια απόφαση χρειάζεσαι Και μην πολυπαραμυθιάζεσαι Όλα στον κόσμο ψεύτικα Ακόμα και που σ’ ερωτεύτηκα. (Αυτά που κάνω τώρα, αυτά που κάνω τώρα Είναι σαν να μου τρώνε την καρδιά Γι’ αυτό χοντρέ προχώρα μας πήρε η κατηφόρα Ανέβα ν’ ανταμώσουμε ξανά…) Δεν θέλω άνθρωπο να ιδώ Αλερετούρ ζωής, ταξίδια θανάτου, Άγγελος είμαι του κόσμου Την έχω κάνει τη ζημιά. Ο Σάλιαγκας κι ο Μάλιαγκας Για ένα χαζό καβούκι μάλωσαν, Να βγει το μέσα έξω σας Και ας εμένα με ξαναμπαγλάρωσαν. Λαμπόγυαλο τα κάνατε (…Αυτά που κάνω τώρα, αυτά που κάνω τώρα…) Τη δόλια τη ζωή ξεκάνατε (…Είναι σαν να μου τρώνε την καρδιά…) Γκρεμίστε τα τρελάδικα (…Γι’ αυτό χοντρέ προχώρα μας πήρε η κατηφόρα…) Και κάντε τα χοροπηδάδικα. (…Ανέβα ν’ ανταμώσουμε ξανά…) Το καλοκαίρι με μαγιό Και το χειμώνα μου γυρίζεις τσιτσίδι Κι όλο να φύγεις σε σπρώχνω Μα μ’ έχεις πάρει από κοντά… Αρρώστεια μου, σε αγαπώ Και ας με βρίσκεις παρακατιανό. Μπορεί και να την ψώνισα Δεν φταίω και δεν αυτοκτόνησα. Αντίστροφα κι ανάλογα (…Αυτά που κάνω τώρα, αυτά που κάνω τώρα…) Τα λογικά και τα παράλογα (…Είναι σαν να μου τρώνε την καρδιά…) Ας μου ‘λεγες ν’ αραίωνα (…Γι’ αυτό χοντρέ προχώρα μας πήρε η κατηφόρα…) Δεν ζούμε πλέον στο μεσαίωνα. (…Ανέβα ν’ ανταμώσουμε ξανά…) "Στο φαλημέντο του κόσμου" Θυμάμαι που σε κοίταζα στην άκρη του γκρεμού Ισορροπώντας τάραζες το λάθος του καιρού Παλλότανε το είναι σου ολόκληρο στο φως Την καθαρή ουσία σου ετρόμαζε ο λαός. Στο φαλημέντο του κόσμου αυτού Ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού Με τους ανθρώπους ζητάς επαφή Μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή. Τα χρόνια που περάσανε σ’ αφήσανε πληγές Κουβάλαγες το τώρα σου και σ’ άλλες εποχές Ενώθηκες σαν τίποτα με τον ωκεανό Και γνώρισες τ’ απέραντο στον άλλο εαυτό. Στο φαλημέντο του κόσμου αυτού Ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού Με τους ανθρώπους ζητάς επαφή Μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή. Στο φαλημέντο του κόσμου αυτού Ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού Της Αριάδνης το μίτο κρατάς Κι απ’ την αρρώστεια τους και πάλι το σκας. |